- εὐακόλουθος
- εὐ-ακόλουθος, leicht folgend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευακόλουθος — εὐακόλουθος, ον (Μ) αυτός που ακολουθεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακόλουθος (πρβλ. αν ακόλουθος)] … Dictionary of Greek
ευακολουθία — εὐακολουθία, ἡ (Α) [ευακόλουθος] η ορθή τάξη, η αρμόδια διάταξη … Dictionary of Greek